διάβημα — το (AM διάβημα) προσπάθεια, αποφασιστική ενέργεια για την επίτευξη ενός σκοπού νεοελλ. «απονενοημένο διάβημα» πράξη παράλογη που φέρει τον χαρακτήρα τής απελπισίας, ιδιαίτερα η αυτοκτονία αρχ. μσν. βήμα («κατεύθυνον, Κύριε, τὰ διαβήματα ἡμῶν, τὰς … Dictionary of Greek
διαβημάτων — διάβημα a step across neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήμασι — διάβημα a step across neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήμασιν — διάβημα a step across neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήματα — διάβημα a step across neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήματι — διάβημα a step across neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
стопа — I стопа I: стопа ноги; наложенные друг на друга листы бумаги и под. ; укр. стопа – то же, др. русск. стопа, ст. слав. стопа διάβημα (Еuсh. Sin., Рs. Sin.), сербохорв. сто̀па ступня , словен. stopa шаг, след ноги , чеш., слвц., польск., в. луж., н … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
стопа — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ἴχνος) ступня ноги; след; (κρηπτίς) сапог; (σφυρόν)… … Словарь церковнославянского языка
έντονος — η, ο (AM ἔντονος, ον) εκείνος που έχει ένταση, σφοδρός («έντονες αντιδράσεις», «έντονο διάβημα») 2. αυτός που προκαλεί ζωηρά αισθήματα («έντονα χρώματα», «έντονος πόνος») αρχ. 1. τεντωμένος 2. (για πρόσ.) ρωμαλέος, νευρώδης 3. ικανός («ἔντονος… … Dictionary of Greek
βήμα — το (AM βῆμα, Μ και βῆμαν, Α και βᾱμα, δωρ. τ.) 1. η κάθε κίνηση του ποδιού ενός που βαδίζει 2. περπάτημα, περπατησιά, τρόπος βαδίσματος 3. «το Άγιο Βήμα» το εσώτατο μέρος του χριστιανικού ναού, στο οποίο βρίσκεται η Αγία Τράπεζα 4. το βάθρο από… … Dictionary of Greek